- παραληπτός
- -ή, -όν, Α [παραλαμβάνω]1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράληπτος — ον, Μ [παραλαμβάνω] αυτός που έχει συλληφθεί αιχμάλωτος … Dictionary of Greek
παραληπτόν — παραληπτός to be received masc acc sg παραληπτός to be received neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληπτῆς — παραληπτός to be received fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληπτά — παραληπτά̱ , παραληπτής receiver masc nom/voc/acc dual παραληπτής receiver masc voc sg παραληπτής receiver masc nom sg (epic) παραληπτός to be received neut nom/voc/acc pl παραληπτά̱ , παραληπτός to be received fem nom/voc/acc dual παραληπτά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληπτικός — και παραλημπτικός, ή, όν, Α [παραληπτός] αυτός που χρησιμοποιείται προκειμένου να μετρήσει ή να υπολογίσει κανείς κάτι («παραλημπτικὸν μέτρον», πάπ.) … Dictionary of Greek